- εκμετρώ
- (ε) μετ. :
εκμετρώ το ζην — умирить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκμετρώ το ζην — умирить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκμετρώ — ( έω) (AM ἐκμετρῶ) φρ. «ἐκμετρῶ τὸν βίον, τὸ ζῆν» πεθαίνω αρχ. 1. καταμετρώ 2. μετρώ τις διαστάσεις, παίρνω μέτρα 3. (για χρόνο) περνώ 4. αργοπορώ 5. πορεύομαι, οδοιπορώ 6. υπολογίζω … Dictionary of Greek
ἐκμετρῶ — ἐκμετρέω measure out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκμετρέω measure out pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκμετρέω measure out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκμετρέω measure out pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)